- διαβητικός
- -ή, -ό(ιατρ.)1. αυτός που αναφέρεται στην αρρώστια διαβήτη: Τα κύρια διαβητικά συμπτώματα είναι η συχνουρία και η απώλεια βάρους.2. αυτός που ασθενεί από διαβήτη: Οι διαβητικοί δεν πρέπει να τρώνε γλυκά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.